τάλκης

τάλκης
Πυριτικό ορυκτό του μαγνησίου, με χημικό τύπο Mg3(OH)2Si4O10. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα και δεν βρίσκεται σχεδόν ποτέ σε μεμονωμένους κρυστάλλους, αλλά σε αρκετά συμπαγή συσσωματώματα. Έχει μεταξώδη λάμψη και λευκό, γκρι ή πρασινωπό χρώμα, που μπορεί να γίνει σκούρο, ακόμα και μαύρο, όταν περιέχει προσμείξεις. Παρουσιάζει λιπαρή αφή και είναι πολύ μαλακό, γι’ αυτό κατέχει τη χαμηλότερη θέση στη σκληρομετρική κλίμακα του Μος. Προέρχεται από την εξαλλοίωση άλλων ορυκτών από ενδογενή αίτια (αμφίβολους, πυρόξενους και ολιβίνη)· είναι το κύριο συστατικό των πετρωμάτων που ονομάζονται ταλκινοί σχιστόλιθοι. Μια ποικιλία του τ., σε εκτεταμένα κοιτάσματα στη Βοημία, είναι ο στεατίτης, που εμφανίζεται σε συμπαγή συσσωματώματα. Ο τ. βρίσκει πολλές εφαρμογές: ως ξηρό λιπαντικό στην υφαντουργία, ως υλικό γόμωσης στη χαρτοποιία, ως πρώτη ύλη στην παραγωγή των μονωτικών και στην παραγωγή καλλυντικών (πούδρες). Τάλκης: συσσωμάτωμα κρυστάλλων. Λατομείο στεατίτη (ποικιλίας του τάλκη) στη Βοημία. Ο τάλκης χρησιμοποιείται στην υφαντουργία, στη χαρτοποιία, στην παραγωγή καλλυντικών και μονωτικών.
* * *
ο, Ν
(ορυκτ.) πολύ διαδεδομένο πυριτικό ορυκτό που διακρίνεται από όλα σχεδόν τα άλλα ορυκτά λόγω τής εξαιρετικά μικρής σκληρότητάς του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. talc < γαλλ. talc < αραβ. talq (βλ. και λ. ταλκ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διάφανος — η ο και διαφανής, ές (ΑΝ) 1. αυτός που αφήνει να διακρίνονται τα αντικείμενα πίσω του 2. διαυγής, καθαρός αρχ. 1. κατακόκκινος από πυράκτωση 2. αυτός που φαίνεται μέσα από κάτι άλλο 3. σαφής, ευκρινής, φανερός 4. διαπρεπής, περίφημος, περιβόητος… …   Dictionary of Greek

  • δυναμομεταμόρφωση — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία για να περιγράψει τις βαθιές οριστικές μεταβολές που προκαλούνται στα πετρώματα της επιζώνης της λιθόσφαιρας και οφείλονται κατά κύριο λόγο στον παράγοντα πίεση, η οποία προκαλείται ως συνέπεια των ισχυρών… …   Dictionary of Greek

  • μαγνήσιο — Δισθενές χημικό στοιχείο με σύμβολο Mg· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών γαιών, έχει ατομικό αριθμό 12, ατομική μάζα 24,312, τρία σταθερά ισότοπα με μαζικό αριθμό 24, 25, 26 και δύο… …   Dictionary of Greek

  • σκληρότητα — Χαρακτηριστική αντίσταση που παρουσιάζουν τα στερεά σώματα όταν προσπαθούμε να διεισδύσουμε μέσα σ’ αυτά ή να τα χαράξουμε με ένα άλλο σώμα. Τούτο αντιστοιχεί στην αντίσταση που προβάλλουν τα σώματα σε τοπικές πλαστικές παραμορφώσεις, ή,… …   Dictionary of Greek

  • τάλκωση — η, Ν ιατρ. μορφή πνευμονοκονίασης που εμφανίζεται σε προδιατεθειμένα άτομα εκτεθειμένα σε επανειλημμένη εισπνοή σκόνης τάλκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. talcosis < talc (βλ. λ. τάλκης) + κατάλ. osis (< ωσις < ρ.… …   Dictionary of Greek

  • ταλιαμάς — και νταλιαμάς, ο, Ν ναυτ. το πρόσθιο μέρος τής στείρας τών πλοίων, αυτό που βρίσκεται στην περιοχή τής ίσαλης γραμμής και σχίζει το νερό, αλλ. τάλκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tagliamare «ξύλο τής πλώρης»] …   Dictionary of Greek

  • ταλκ — το, Ν 1. τάλκης 2. βιομηχανικό παρασκεύασμα από αντιαλλεργική και αντισηπτική σκόνη που χρησιμοποιείται στη δερματολογία και την παιδική υγιεινή λόγω τής μονωτικής και απορροφητικής δράσης του και, μετά από ανάλογο καθαρισμό, ως αντιελκωτικό και… …   Dictionary of Greek

  • ταλκικός — ή, ό, Ν [τάλκης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τάλκη ή αποτελείται από τάλκη 2. φρ. «ταλκικός σχιστόλιθος» (πετρογρ.) μεταμορφωμένο πέτρωμα, πλούσιο σε τάλκη, το οποίο έχει ανοιχτοπράσινο ή τεφρόλευκο χρώμα και μεταξώδη ώς λιπαρή υφή …   Dictionary of Greek

  • Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… …   Dictionary of Greek

  • πετρώματα — Στον όρο αυτό περιλαμβάνονται όλες οι ορυκτολογικές συγκεντρώσεις, που αποτελούν βασικά τμήματα της λιθόσφαιρας (γήινος φλοιός)· τα π. έχουν σχηματιστεί γενικά από τη συνένωση δύο ή περισσότερων διαφορετικών ορυκτών· υπάρχουν βέβαια και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”